- υπεξαναδύομαι
- Ααναδύομαι ξαφνικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐξαναδύομαι «ανεβαίνω στην επιφάνεια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεξαναδύντες — ὑπεξαναδύομαι dive out and emerge aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξαναδύς — ὑπεξαναδύ̱ς , ὑπεξαναδύομαι dive out and emerge aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξανέδυ — ὑπεξανέδῡ , ὑπεξαναδύομαι dive out and emerge aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)